«Εντός ή εκτός νόμου η Χρυσή Αυγή;». Στο επίκαιρο αυτό ερώτημα κλήθηκαν να απαντήσουν τρεις νομικοί, στο πλαίσιο του 2ου κρίση-μου σεμιναρίου που οργάνωσε η Πρωτοβουλία για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας. Ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος και οι ποινικολόγοι Νίκος Κωνσταντόπουλος και Δημήτρης Σαραφιανός συμφώνησαν πως, υπό το ισχύον Σύνταγμα, η Χρυσή Αυγή δεν μπορεί και δεν θα έπρεπε να τεθεί εκτός νόμου. Αντιθέτως, η λύση βρίσκεται στο οπλοστάσιο του ποινικού κώδικα και στην αντιμετώπισή της ως εγκληματική οργάνωση.
Στην πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Τρίτης τέθηκε μια σειρά κρίσιμων ερωτημάτων, όπως: «θα πρέπει να απαγορευτεί ένα κόμμα όταν είναι στα πάνω του;», «αρκεί το ποινικό οπλοστάσιο για την αποτελεσματική αντιμετώπισή της;», «μπορεί ένα κράτος να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το ναζισμό όταν είναι διαβρωμένο από αυτόν;» και «πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η απροθυμία του δικαστικού συστήματος να ασκήσει διώξεις για εγκλήματα της Χρυσής Αυγής;».
Από την εκδήλωση δεν έλειψε και το «κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ» για τη Χρυσή Αυγή από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργο Σταθάκη και της ΔΗΜΑΡ, Μαρία Ρεπούση, που βρέθηκαν στο ακροατήριο. Και οι δύο διαπιστώνουν παραπάνω από μία γραμμές πλέον στο εσωτερικό του νεοναζιστικού κόμματος, ενώ ο κ. Σταθάκης, προχωρώντας ένα βήματα παραπέρα, εκτίμησε πως σύντομα μπορεί να τεθεί ακόμη και ζήτημα αρχηγίας του Ν.Μιχαλολιάκου.
«Πρέπει να αντιμετωπιστεί ως εγκληματική οργάνωση»
Για τον συνταγματολόγο Νίκο Αλιβιζάτο, «δεν μπορεί υπό το ισχύον σύνταγμα να τεθεί εκτός νόμου ένα κόμμα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η δημοκρατία μπορεί να κάτσει με σταυρωμένα χέρια να το βλέπει να αναπτύσσεται. Πρέπει να το αντιμετωπίσει αμείλικτα με βάση τις γενικές διατάξεις του νόμου». Κατά την άποψή του, η Χρυσή Αυγή συγκεντρώνει πιο πολλά χαρακτηριστικά εγκληματικής οργάνωσης παρά πολιτικού κόμματος. Και άρα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως τέτοια. Αναπτύσσοντας τη σκέψη του, ο κ.Αλιβιζάτος σημείωσε:
«Υπάρχει ο περίφημος νόμος Σταθόπουλου που έχει ενσωματωθεί στον ποινικό κώδικα, άρθρο 187. Πρόκειται για παράνομες καθημερινές ενέργειες και αναφέρομαι μόνο στο στοιχείο της βίας. Το στοιχείο της βίας από το συγκεκριμένο πολιτικό οργανισμό δεν είναι ένα απώτερο ενδεχόμενο «όταν καταλάβουμε την εξουσία θα χρησιμοποιήσουμε βία για να επιβάλουμε το καθεστώς μας». Είναι στοιχείο της καθημερινότητας. [...] Έχω μπροστά μου τον κατάλογο των ενεργειών που προσάπτει η αστυνομία στη ΧΑ από τον περασμένο Ιούνιο έως σήμερα: είναι 20 περιπτώσεις χρήσης βίας με και χωρίς βουλευτές. Συνεπώς, μας βοηθά πολύ ο χαρακτηρισμός της ως εγκληματικής οργάνωσης, η οποία όπως ξέρετε δεν διαλύεται. Βάση του συγκεκριμένου νόμου (άρθρο 187) δεν χρειάζεται διάπραξη εγκλημάτων που προβλέπει ο νόμος να αποβλέπει άμεσα ή έμμεσα στο να αποκομίσει οικονομικά ή άλλα οφέλη. Άρα είναι πιθανότατα να επιτρέπεται η εφαρμογή αυτής της ρύθμισης εφόσον συντρέχουν οι τέσσερις προϋποθέσεις που θα έχει αυτός ο νόμος. Μιλάμε για δομημένη οργάνωση, όχι απλή συμμορία, με διάρκεια, αποτελούμενη από τουλάχιστον 3 άτομα με σκοπό την τέλεση των συγκεκριμένων εγκλημάτων. Τα συγκεκριμένα εγκλήματα, ένα από αυτά, η βαριά σωματική βλάβη προβλέπεται ρητά από τον ισχύοντα νόμο. Για το μέλλον όχι για το παρελθόν – εκεί θα υπήρχε θέμα για τους βουλευτές – προσωπική μου γνώμη θα έβαζα και το έγκλημα του ρατσισμού».
Μια τέτοια λύση, σύμφωνα με τον κ. Αλιβιζάτο, δεν θα είχε ως συνέπεια τη διάλυση δια νόμου. Τυχόν καταδίκη των αυτουργών – φυσικών και ηθικών – ενδεχομένως θα επέφερε αφαίρεση πολιτικών δικαιωμάτων, που είναι ένας λόγος απώλειας του βουλευτικού αξιώματος. Αντίθετα, με την απλή απαγόρευση ενός κόμματος, οι βουλευτές θα ήταν εκεί, δεν θα μπορούσαν να θιχτούν.
«Δεν μπορούμε να αδρανήσουμε, δεν μπορούμε να αδιαφορήσουμε, πρέπει να βρισκόμαστε σε απόλυτη εγρήγορση, όχι με κάποιες γενικόλογες εκκλήσεις αλλά με προβολή των βαθύτερων αξιών της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού. Και όχι μόνο έναντι της Χρυσής Αυγής, αλλά και των ενεργειών που πράττουν άλλοι εναντίον των αξιών αυτών. Και νομικά, αμείλικτη εφαρμογή των διατάξεων του ποινικού νόμου που θα είχε τα συγκεκριμένα αποτελέσματα, την αφαίρεση δηλαδή των πολιτικών δικαιωμάτων και κατ’ επέκταση τη δυνατότητα εκπτώσεως από το βουλευτικό αξίωμα – θα έμπαιναν δευτεράτζες – και στις επόμενες εκλογές μερικοί τουλάχιστον δεν θα μπορούσαν να είναι υποψήφιοι», κατέληξε στην τοποθέτησή του.
«Δεν είναι τεχνικό το πρόβλημα, αλλά δημοκρατίας»
Ο πρώην πρόεδρος του Συνασπισμού και δικηγόρος, Νίκος Κωνσταντόπουλος, εκτίμησε, από την πλευρά του, πως «η ευάλωτη δημοκρατία των αρχών του 21ου αιώνα, αποδυναμωμένη έναντι της κοινωνίας, δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την αδίστακτη αποφασιστικότητα του φασιστικού εξτρεμισμού με τις τυποποιημένες αντιδράσεις κατασταλτικών μηχανισμών και συνταγματικών απαγορεύσεων. Ο φασιστικός κίνδυνος μπορεί να μεταμφιέζεται εύκολα, κάνοντας επίδειξη κυνισμού, αλλά και πάντα ενδυναμώνεται αξιοποιώντας τις συνθήκες αντισυνταγματικής παρανομίας. Όχι μόνο για λόγους ιστορικούς, αλλά στο πλαίσιο αυτής της ευρύτερης θεώρησης, δεν λύνεται το θέμα με συνταγματικές απαγορεύσεις και κανονιστικές πράξεις, με τις οποίες τίθενται εκτός νόμου πολιτικές ή κομματικές δραστηριότητες. Η ελληνική πολιτεία είναι σήμερα προβληματική και δύσμορφη, δίνοντας την εικόνα μιας αμυνόμενης δημοκρατίας».
Όπως τόνισε, τα προβλήματα της νέας κοινωνικής βαρβαρότητας δεν αντιμετωπίζονται με λιγότερη κοινωνική δημοκρατία, ποτέ και πουθενά. Αλλά και οι κίνδυνοι της φασιστικής απειλής δεν αναχαιτίζονται με κανονιστικούς ή συνταγματικούς αποκλεισμούς. Δεν είναι τεχνικά αυτά τα προβλήματα, είναι προβλήματα πολιτισμού, ταυτότητας, δημοκρατίας, δικαιωμάτων... Η Χρυσή Αυγή δεν ενισχύθηκε γιατί εκμεταλλεύτηκε τη συνταγματική νομιμότητα ούτε θα αποδυναμωθεί με την αποβολή της από το συνταγματικό πλαίσιο. Το δίλημμα εντός ή εκτός νόμου εγκλωβίζει και περιορίζει τις διαστάσεις του πραγματικού προβλήματος και κινδύνου που αντιπροσωπεύει η Χρυσή Αυγή.
«Ναι, αλλά γιατί δεν εφαρμόζονται τα ποινικά εργαλεία;»
Συμφωνώντας με τους παραπάνω ομιλητές, ο δικηγόρος, Δημήτρης Σαραφιανός, θεωρεί πως η αντιμετώπιση του ζητήματος μπορεί να γίνει στο έδαφος της πολιτικής πρακτικής. «Υπάρχει μια συγκεκριμένη ναζιστική πολιτική πρακτική. Η στράτευση των μελών αλλά και η άνοδος στην ιεραρχία εξαρτάται όχι μόνο από την αποδοχή κάποιων ιδεολογικοπολιτικών αρχών αλλά στο έδαφος πρακτικών υλοποίησης των αρχών αυτών μέσω της βίας. Αυτής της βίας που στρέφεται ενάντια στην κοινωνία, έχει ως στόχο να προκαλέσει την ένταση του κρατικού αυταρχισμού και επικυρώνει αντιλήψεις που επικρατούν στην κοινωνία, αντιλήψεις της πλειοψηφίας και προσπαθεί να τις επιβάλλει έναντι στη μειοψηφία».
Προτάσσοντας ως ορθότερη την αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής στο πεδίο του ποινικού δικαίου, σημείωσε ότι όπου υπήρξε παρέμβαση σε επίπεδο διάλυσης πολιτικών κομμάτων, αναγεννήθηκαν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και με το ίδιο πολιτικό προσωπικό με ελαφρά παραλλαγμένη την ιδεολογική τους βάση. Πάντοτε, συνδυάστηκε με μια πρακτική είτε απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων και των δύο άκρων είτε ένταξης ποινικών αδικημάτων, όπως τα αδικήματα της τρομοκρατίας, στο ποινικό οπλοστάσιο δηλαδή και από τις δύο πλευρές.
Για τον κ. Σαραφιανό, το ένα στοιχείο ποινικής αντιμετωπίσεως, που θα μπορούσε να αποτελεί αντικείμενο νομοθετικής πολιτικής, είναι η θέσπιση επιβαρυντικών περιπτώσεων, δηλαδή μετατροπής σε κακούργημα με ιδιαίτερα βαριές ποινές όταν ένα αδίκημα τελείται λόγω της φυλής, θρησκείας, χρώματος, σεξουαλικής προτίμησης, αναπηρίας ή εθνικής καταγωγής του θύματος. Δεύτερο, το ήδη υπάρχον ποινικό οπλοστάσιο περιέχει σωρεία αδικημάτων, τα οποία θα μπορούσαν να έχουν εφαρμοστεί στην περίπτωση που αποδειχθεί ότι έχουμε τέτοιες περιπτώσεις. Από την εγκληματική οργάνωση, τη συμμορία. Υπάρχουν και πιο απλά πλημμελήματα: βιαιοπραγίες, επιθέσεις, διαταράξεις κοινής ειρήνης, ο κώδικας βρίθει αδικημάτων.
Το ερώτημα, όμως, που έθεσε ο κ. Σαραφιανός είναι «γιατί δεν εφαρμόζονται;». «Μπορεί ένα κράτος να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το ναζισμό όταν είναι διαβρωμένο από αυτόν; Και όχι μόνο διαβρωμένο σε επίπεδο σταγονιδίων ή εξαιρετικών περιστάσεων που θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από ειδικά σώματα αστυνομικά π.χ. ή από ανεξάρτητες αρχές. Το θέμα είναι ότι υπάρχει μια διάβρωση που υιοθετείται με την υιοθέτηση της πολιτικής ατζέντας του ναζισμού. Όταν δηλαδή το κράτος σκληραίνει κατά πλήρη επιβράβευση των ναζιστικών πρακτικών, όταν ακολουθεί ρατσιστικές πολιτικές, όταν εντέλει επικαλείται ότι αυτές οι οργανώσεις δεν χρειάζονται αν δουλεύει αποτελεσματικά η αστυνομία διότι ακριβώς θα επιτελέσει το έργο που επιτελούν αυτές, τότε όχι μόνο ενισχύει αυτές τις οργανώσεις, αλλά χάνει και το ηθικό κύρος για να τις αντιμετωπίσει. Και το ζήτημα που τίθεται είναι ποιος θα αναλάβει αυτή την πρωτοβουλία για να γίνει η καταπολέμηση και χρησιμοποιώντας και τα ποινικά εργαλεία; Γιατί υπάρχουν τέτοια εργαλεία που όντως δεν αξιοποιούνται σήμερα».
Γ.Καμίνης: Η απαγόρευση θα τους ενισχύσει
Στην εκδήλωση παραβρέθηκε και ο δήμαρχος Αθηνών, Γιώργος Καμίνης, ο οποίος παίρνοντας το λόγο σημείωσε πως «είναι λάθος ούτως ή άλλως πολιτικά να απαγορεύσεις ένα κόμμα όταν είναι στα πάνω του. Όποτε υπήρξε αποτελεσματική απαγόρευση, όπως στη Γερμανία και το ναζιστικό και το κομουνιστικό κόμμα ήταν ουσιαστικά στα κάτω τους. Οπότε είναι πολύ μεγάλο σφάλμα γιατί εκεί θα υπάρξει και το τουρκικό φαινόμενο. Θα πάρει μια νέα μορφή, θα συνεχίσει τη δράση του και θα ισχυροποιηθεί. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή τη στιγμή είναι στην εξουσία ο Ερντογάν, ο οποίος είναι η απόληξη μιας μακράς σειράς διαδοχής ισλαμικών κομμάτων και τελικά φαίνεται πως στην Τουρκία αυτός που απαγορεύτηκε δικαιώθηκε. Επομένως θέλει πάρα πολύ μεγάλη προσοχή, θέλει πολύ μεγάλη ψυχραιμία και η αντιπαράθεση με τη ΧΑ θα πρέπει να είναι με πολιτικά μέσα και με μια πολύ μεγάλη συσπείρωση».
Αναφερόμενος στην εμπειρία του στο δημοτικό συμβούλιο, ανέφερε ότι η Χρυσή Αυγή έδωσε τα δείγματα γραφής ήδη από την είσοδό της στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. «Μετά από λίγο τον κ. Μιχαλολιάκο δεν τον ενδιέφερε τόσο πολύ το δημοτικό συμβούλιο, είχε βάλει πλώρη για την κεντρική σκηνή, αλλά είχε ένα ρεπερτόριο το οποίο είναι απολύτως λαϊκίστικο. Ανδρώθηκε στον Άγιο Παντελεήμονα, εκεί που το δημοκρατικό κράτος ήταν απολύτως απών και αυτό πρέπει να μας διδάξει πολλά πράγματα...».
Και λίγο «κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ»
Δίνοντας λίγο... κλίμα μέσα από το Κοινοβούλιο, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργος Σταθάκης, σημείωσε με μια ελαφρώς χιουμοριστική διάθεση: «Η Χρυσή Αυγή στο Κοινοβούλιο είναι γραβατωμένη, απόμακρη και μονοθεματική στις Επιτροπές και στο Κοινοβούλιο. Οι ερωτήσεις έχουν πάντα ένα θέμα: Στον πρόεδρο της ΔΕΗ πόσοι μετανάστες απασχολούνται στους εργολάβους της ΔΕΗ, στον υπουργό Υγείας πόσους ξένους και πόσους Έλληνες θεραπεύεται στα ελληνικά νοσοκομεία και αν έχουν ίδια ουρά για τους ξένους και για τους Έλληνες, στον καταστατικό χάρτη για τους ναυτεργάτες αν προβλέπει να ασκούν τα θρησκευτικά τους δικαιώματα στα πλοία διεθνώς και πάει λέγοντας».
Όπως ανέφερε επίσης, είναι ορατό ότι υπάρχουν παραπάνω από μία γραμμές πλέον στη Χρυσή Αυγή. Υπάρχει μια τάση με μια πιο έντονη κοινοβουλευτική διάθεση από μια άλλη πιο παραδοσιακή. Τεκμαίρω από την ελάχιστη εμπειρία που έχω ότι σύντομα θα τεθεί και θέμα ηγεσίας.
Το λόγο πήρε στη συνέχεια η βουλευτής της Δημοκρατικής Αριστεράς, Μαρία Ρεπούση, η οποία επισήμανε ότι σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις που υπάρχουν αυτή τη στιγμή, ανεβαίνει πάρα πολύ, ροκανίζει τη ΝΔ και αυτό έχει αρχίσει και φοβίζει τη ΝΔ. «Εγώ τουλάχιστον στη Βουλή βλέπω μια αλλαγή στάσης απέναντι στους Χρυσαυγίτες εκπροσώπους. Ενώ μέχρι πρότινος η ΝΔ ήταν πάρα πολύ αμυντική, μου έχει κάνει εντύπωση ότι όχι μόνο εκείνοι που παραδοσιακά μέσα στη Βουλή εκφωνούσαν ένα λόγο αντιπαράθεσης προς τη ΧΑ, αλλά και άλλοι κυβερνητικοί παράγοντες παίρνουν πια το λόγο. Μπορεί αυτό να έχει να κάνει με τις δημοσκοπήσεις».
Η κ. Ρεπούση συμφώνησε επίσης με τον κ. Σταθάκη ως προς τις εντάσεις στο εσωτερικό της Χρυσής Αυγής. Όπως ανέφερε, «όταν αποχωρούν, ενώ μέχρι πρότινος αποχωρούσαν όλοι μαζί, τώρα κάποιοι δεν θέλουν να φύγουν και υπάρχουν διαμαρτυρίες. Τα παρατηρούμε χωρίς να χάνουμε το σημαντικό, που είναι μια προσπάθεια εκφασισμού σε όλους τους τομείς και της κοινοβουλευτικής δραστηριότητας, δηλαδή υπάρχει μια τρομοκρατία με την παρουσία με το λόγο που είναι έκδηλη».
Η δικηγόρος Ιωάννα Κούρτοβικ, η οποία πρόσφατα είχε δεχτεί επίθεση από μέλη της Χρυσής Αυγής, αμφισβήτησε τη δυνατότητα αντιμετώπισής της με βάση τα εργαλεία του ποινικού νόμου, καθώς, όπως σημείωσε «για να μπορέσουμε να τα χρησιμοποιήσουμε όλα αυτά προϋποτίθεται ότι έχουμε αρωγό και σύμμαχο το δικαστικό σύστημα, το οποίο έχει απροθυμία στο να ασκήσει διώξεις για αυτά τα εγκλήματα. Έχει απλώς απροθυμία όμως ή έχει παντελή άρνηση; Εμείς που τη ρατσιστική βία τη ζούμε στην καθημερινή σχέση μας με μετανάστες, στην εμπειρία μας στα αστυνομικά τμήματα, στις εισαγγελίες, έχουμε απέναντί μας ένα συμπαγές τείχος. Το δικαστικό σύστημα αρνείται να δει, αρνείται να ασκήσει διώξεις, αρνείται να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία, αρνείται να διατάξει οποιαδήποτε έρευνα. Οι μηνύσεις μας πηγαίνουν στο καλάθι των αχρήστων. [...] Αν αυτό το τείχος δεν μπορέσουμε να το διαρρήξουμε, πώς θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε αυτό τον αγώνα αυτή τη μάχη της νομιμότητας;».
Στην πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Τρίτης τέθηκε μια σειρά κρίσιμων ερωτημάτων, όπως: «θα πρέπει να απαγορευτεί ένα κόμμα όταν είναι στα πάνω του;», «αρκεί το ποινικό οπλοστάσιο για την αποτελεσματική αντιμετώπισή της;», «μπορεί ένα κράτος να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το ναζισμό όταν είναι διαβρωμένο από αυτόν;» και «πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η απροθυμία του δικαστικού συστήματος να ασκήσει διώξεις για εγκλήματα της Χρυσής Αυγής;».
Από την εκδήλωση δεν έλειψε και το «κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ» για τη Χρυσή Αυγή από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργο Σταθάκη και της ΔΗΜΑΡ, Μαρία Ρεπούση, που βρέθηκαν στο ακροατήριο. Και οι δύο διαπιστώνουν παραπάνω από μία γραμμές πλέον στο εσωτερικό του νεοναζιστικού κόμματος, ενώ ο κ. Σταθάκης, προχωρώντας ένα βήματα παραπέρα, εκτίμησε πως σύντομα μπορεί να τεθεί ακόμη και ζήτημα αρχηγίας του Ν.Μιχαλολιάκου.
«Πρέπει να αντιμετωπιστεί ως εγκληματική οργάνωση»
Για τον συνταγματολόγο Νίκο Αλιβιζάτο, «δεν μπορεί υπό το ισχύον σύνταγμα να τεθεί εκτός νόμου ένα κόμμα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η δημοκρατία μπορεί να κάτσει με σταυρωμένα χέρια να το βλέπει να αναπτύσσεται. Πρέπει να το αντιμετωπίσει αμείλικτα με βάση τις γενικές διατάξεις του νόμου». Κατά την άποψή του, η Χρυσή Αυγή συγκεντρώνει πιο πολλά χαρακτηριστικά εγκληματικής οργάνωσης παρά πολιτικού κόμματος. Και άρα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως τέτοια. Αναπτύσσοντας τη σκέψη του, ο κ.Αλιβιζάτος σημείωσε:
«Υπάρχει ο περίφημος νόμος Σταθόπουλου που έχει ενσωματωθεί στον ποινικό κώδικα, άρθρο 187. Πρόκειται για παράνομες καθημερινές ενέργειες και αναφέρομαι μόνο στο στοιχείο της βίας. Το στοιχείο της βίας από το συγκεκριμένο πολιτικό οργανισμό δεν είναι ένα απώτερο ενδεχόμενο «όταν καταλάβουμε την εξουσία θα χρησιμοποιήσουμε βία για να επιβάλουμε το καθεστώς μας». Είναι στοιχείο της καθημερινότητας. [...] Έχω μπροστά μου τον κατάλογο των ενεργειών που προσάπτει η αστυνομία στη ΧΑ από τον περασμένο Ιούνιο έως σήμερα: είναι 20 περιπτώσεις χρήσης βίας με και χωρίς βουλευτές. Συνεπώς, μας βοηθά πολύ ο χαρακτηρισμός της ως εγκληματικής οργάνωσης, η οποία όπως ξέρετε δεν διαλύεται. Βάση του συγκεκριμένου νόμου (άρθρο 187) δεν χρειάζεται διάπραξη εγκλημάτων που προβλέπει ο νόμος να αποβλέπει άμεσα ή έμμεσα στο να αποκομίσει οικονομικά ή άλλα οφέλη. Άρα είναι πιθανότατα να επιτρέπεται η εφαρμογή αυτής της ρύθμισης εφόσον συντρέχουν οι τέσσερις προϋποθέσεις που θα έχει αυτός ο νόμος. Μιλάμε για δομημένη οργάνωση, όχι απλή συμμορία, με διάρκεια, αποτελούμενη από τουλάχιστον 3 άτομα με σκοπό την τέλεση των συγκεκριμένων εγκλημάτων. Τα συγκεκριμένα εγκλήματα, ένα από αυτά, η βαριά σωματική βλάβη προβλέπεται ρητά από τον ισχύοντα νόμο. Για το μέλλον όχι για το παρελθόν – εκεί θα υπήρχε θέμα για τους βουλευτές – προσωπική μου γνώμη θα έβαζα και το έγκλημα του ρατσισμού».
Μια τέτοια λύση, σύμφωνα με τον κ. Αλιβιζάτο, δεν θα είχε ως συνέπεια τη διάλυση δια νόμου. Τυχόν καταδίκη των αυτουργών – φυσικών και ηθικών – ενδεχομένως θα επέφερε αφαίρεση πολιτικών δικαιωμάτων, που είναι ένας λόγος απώλειας του βουλευτικού αξιώματος. Αντίθετα, με την απλή απαγόρευση ενός κόμματος, οι βουλευτές θα ήταν εκεί, δεν θα μπορούσαν να θιχτούν.
«Δεν μπορούμε να αδρανήσουμε, δεν μπορούμε να αδιαφορήσουμε, πρέπει να βρισκόμαστε σε απόλυτη εγρήγορση, όχι με κάποιες γενικόλογες εκκλήσεις αλλά με προβολή των βαθύτερων αξιών της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού. Και όχι μόνο έναντι της Χρυσής Αυγής, αλλά και των ενεργειών που πράττουν άλλοι εναντίον των αξιών αυτών. Και νομικά, αμείλικτη εφαρμογή των διατάξεων του ποινικού νόμου που θα είχε τα συγκεκριμένα αποτελέσματα, την αφαίρεση δηλαδή των πολιτικών δικαιωμάτων και κατ’ επέκταση τη δυνατότητα εκπτώσεως από το βουλευτικό αξίωμα – θα έμπαιναν δευτεράτζες – και στις επόμενες εκλογές μερικοί τουλάχιστον δεν θα μπορούσαν να είναι υποψήφιοι», κατέληξε στην τοποθέτησή του.
«Δεν είναι τεχνικό το πρόβλημα, αλλά δημοκρατίας»
Ο πρώην πρόεδρος του Συνασπισμού και δικηγόρος, Νίκος Κωνσταντόπουλος, εκτίμησε, από την πλευρά του, πως «η ευάλωτη δημοκρατία των αρχών του 21ου αιώνα, αποδυναμωμένη έναντι της κοινωνίας, δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την αδίστακτη αποφασιστικότητα του φασιστικού εξτρεμισμού με τις τυποποιημένες αντιδράσεις κατασταλτικών μηχανισμών και συνταγματικών απαγορεύσεων. Ο φασιστικός κίνδυνος μπορεί να μεταμφιέζεται εύκολα, κάνοντας επίδειξη κυνισμού, αλλά και πάντα ενδυναμώνεται αξιοποιώντας τις συνθήκες αντισυνταγματικής παρανομίας. Όχι μόνο για λόγους ιστορικούς, αλλά στο πλαίσιο αυτής της ευρύτερης θεώρησης, δεν λύνεται το θέμα με συνταγματικές απαγορεύσεις και κανονιστικές πράξεις, με τις οποίες τίθενται εκτός νόμου πολιτικές ή κομματικές δραστηριότητες. Η ελληνική πολιτεία είναι σήμερα προβληματική και δύσμορφη, δίνοντας την εικόνα μιας αμυνόμενης δημοκρατίας».
Όπως τόνισε, τα προβλήματα της νέας κοινωνικής βαρβαρότητας δεν αντιμετωπίζονται με λιγότερη κοινωνική δημοκρατία, ποτέ και πουθενά. Αλλά και οι κίνδυνοι της φασιστικής απειλής δεν αναχαιτίζονται με κανονιστικούς ή συνταγματικούς αποκλεισμούς. Δεν είναι τεχνικά αυτά τα προβλήματα, είναι προβλήματα πολιτισμού, ταυτότητας, δημοκρατίας, δικαιωμάτων... Η Χρυσή Αυγή δεν ενισχύθηκε γιατί εκμεταλλεύτηκε τη συνταγματική νομιμότητα ούτε θα αποδυναμωθεί με την αποβολή της από το συνταγματικό πλαίσιο. Το δίλημμα εντός ή εκτός νόμου εγκλωβίζει και περιορίζει τις διαστάσεις του πραγματικού προβλήματος και κινδύνου που αντιπροσωπεύει η Χρυσή Αυγή.
«Ναι, αλλά γιατί δεν εφαρμόζονται τα ποινικά εργαλεία;»
Συμφωνώντας με τους παραπάνω ομιλητές, ο δικηγόρος, Δημήτρης Σαραφιανός, θεωρεί πως η αντιμετώπιση του ζητήματος μπορεί να γίνει στο έδαφος της πολιτικής πρακτικής. «Υπάρχει μια συγκεκριμένη ναζιστική πολιτική πρακτική. Η στράτευση των μελών αλλά και η άνοδος στην ιεραρχία εξαρτάται όχι μόνο από την αποδοχή κάποιων ιδεολογικοπολιτικών αρχών αλλά στο έδαφος πρακτικών υλοποίησης των αρχών αυτών μέσω της βίας. Αυτής της βίας που στρέφεται ενάντια στην κοινωνία, έχει ως στόχο να προκαλέσει την ένταση του κρατικού αυταρχισμού και επικυρώνει αντιλήψεις που επικρατούν στην κοινωνία, αντιλήψεις της πλειοψηφίας και προσπαθεί να τις επιβάλλει έναντι στη μειοψηφία».
Προτάσσοντας ως ορθότερη την αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής στο πεδίο του ποινικού δικαίου, σημείωσε ότι όπου υπήρξε παρέμβαση σε επίπεδο διάλυσης πολιτικών κομμάτων, αναγεννήθηκαν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και με το ίδιο πολιτικό προσωπικό με ελαφρά παραλλαγμένη την ιδεολογική τους βάση. Πάντοτε, συνδυάστηκε με μια πρακτική είτε απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων και των δύο άκρων είτε ένταξης ποινικών αδικημάτων, όπως τα αδικήματα της τρομοκρατίας, στο ποινικό οπλοστάσιο δηλαδή και από τις δύο πλευρές.
Για τον κ. Σαραφιανό, το ένα στοιχείο ποινικής αντιμετωπίσεως, που θα μπορούσε να αποτελεί αντικείμενο νομοθετικής πολιτικής, είναι η θέσπιση επιβαρυντικών περιπτώσεων, δηλαδή μετατροπής σε κακούργημα με ιδιαίτερα βαριές ποινές όταν ένα αδίκημα τελείται λόγω της φυλής, θρησκείας, χρώματος, σεξουαλικής προτίμησης, αναπηρίας ή εθνικής καταγωγής του θύματος. Δεύτερο, το ήδη υπάρχον ποινικό οπλοστάσιο περιέχει σωρεία αδικημάτων, τα οποία θα μπορούσαν να έχουν εφαρμοστεί στην περίπτωση που αποδειχθεί ότι έχουμε τέτοιες περιπτώσεις. Από την εγκληματική οργάνωση, τη συμμορία. Υπάρχουν και πιο απλά πλημμελήματα: βιαιοπραγίες, επιθέσεις, διαταράξεις κοινής ειρήνης, ο κώδικας βρίθει αδικημάτων.
Το ερώτημα, όμως, που έθεσε ο κ. Σαραφιανός είναι «γιατί δεν εφαρμόζονται;». «Μπορεί ένα κράτος να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το ναζισμό όταν είναι διαβρωμένο από αυτόν; Και όχι μόνο διαβρωμένο σε επίπεδο σταγονιδίων ή εξαιρετικών περιστάσεων που θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από ειδικά σώματα αστυνομικά π.χ. ή από ανεξάρτητες αρχές. Το θέμα είναι ότι υπάρχει μια διάβρωση που υιοθετείται με την υιοθέτηση της πολιτικής ατζέντας του ναζισμού. Όταν δηλαδή το κράτος σκληραίνει κατά πλήρη επιβράβευση των ναζιστικών πρακτικών, όταν ακολουθεί ρατσιστικές πολιτικές, όταν εντέλει επικαλείται ότι αυτές οι οργανώσεις δεν χρειάζονται αν δουλεύει αποτελεσματικά η αστυνομία διότι ακριβώς θα επιτελέσει το έργο που επιτελούν αυτές, τότε όχι μόνο ενισχύει αυτές τις οργανώσεις, αλλά χάνει και το ηθικό κύρος για να τις αντιμετωπίσει. Και το ζήτημα που τίθεται είναι ποιος θα αναλάβει αυτή την πρωτοβουλία για να γίνει η καταπολέμηση και χρησιμοποιώντας και τα ποινικά εργαλεία; Γιατί υπάρχουν τέτοια εργαλεία που όντως δεν αξιοποιούνται σήμερα».
Γ.Καμίνης: Η απαγόρευση θα τους ενισχύσει
Στην εκδήλωση παραβρέθηκε και ο δήμαρχος Αθηνών, Γιώργος Καμίνης, ο οποίος παίρνοντας το λόγο σημείωσε πως «είναι λάθος ούτως ή άλλως πολιτικά να απαγορεύσεις ένα κόμμα όταν είναι στα πάνω του. Όποτε υπήρξε αποτελεσματική απαγόρευση, όπως στη Γερμανία και το ναζιστικό και το κομουνιστικό κόμμα ήταν ουσιαστικά στα κάτω τους. Οπότε είναι πολύ μεγάλο σφάλμα γιατί εκεί θα υπάρξει και το τουρκικό φαινόμενο. Θα πάρει μια νέα μορφή, θα συνεχίσει τη δράση του και θα ισχυροποιηθεί. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή τη στιγμή είναι στην εξουσία ο Ερντογάν, ο οποίος είναι η απόληξη μιας μακράς σειράς διαδοχής ισλαμικών κομμάτων και τελικά φαίνεται πως στην Τουρκία αυτός που απαγορεύτηκε δικαιώθηκε. Επομένως θέλει πάρα πολύ μεγάλη προσοχή, θέλει πολύ μεγάλη ψυχραιμία και η αντιπαράθεση με τη ΧΑ θα πρέπει να είναι με πολιτικά μέσα και με μια πολύ μεγάλη συσπείρωση».
Αναφερόμενος στην εμπειρία του στο δημοτικό συμβούλιο, ανέφερε ότι η Χρυσή Αυγή έδωσε τα δείγματα γραφής ήδη από την είσοδό της στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. «Μετά από λίγο τον κ. Μιχαλολιάκο δεν τον ενδιέφερε τόσο πολύ το δημοτικό συμβούλιο, είχε βάλει πλώρη για την κεντρική σκηνή, αλλά είχε ένα ρεπερτόριο το οποίο είναι απολύτως λαϊκίστικο. Ανδρώθηκε στον Άγιο Παντελεήμονα, εκεί που το δημοκρατικό κράτος ήταν απολύτως απών και αυτό πρέπει να μας διδάξει πολλά πράγματα...».
Και λίγο «κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ»
Δίνοντας λίγο... κλίμα μέσα από το Κοινοβούλιο, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργος Σταθάκης, σημείωσε με μια ελαφρώς χιουμοριστική διάθεση: «Η Χρυσή Αυγή στο Κοινοβούλιο είναι γραβατωμένη, απόμακρη και μονοθεματική στις Επιτροπές και στο Κοινοβούλιο. Οι ερωτήσεις έχουν πάντα ένα θέμα: Στον πρόεδρο της ΔΕΗ πόσοι μετανάστες απασχολούνται στους εργολάβους της ΔΕΗ, στον υπουργό Υγείας πόσους ξένους και πόσους Έλληνες θεραπεύεται στα ελληνικά νοσοκομεία και αν έχουν ίδια ουρά για τους ξένους και για τους Έλληνες, στον καταστατικό χάρτη για τους ναυτεργάτες αν προβλέπει να ασκούν τα θρησκευτικά τους δικαιώματα στα πλοία διεθνώς και πάει λέγοντας».
Όπως ανέφερε επίσης, είναι ορατό ότι υπάρχουν παραπάνω από μία γραμμές πλέον στη Χρυσή Αυγή. Υπάρχει μια τάση με μια πιο έντονη κοινοβουλευτική διάθεση από μια άλλη πιο παραδοσιακή. Τεκμαίρω από την ελάχιστη εμπειρία που έχω ότι σύντομα θα τεθεί και θέμα ηγεσίας.
Το λόγο πήρε στη συνέχεια η βουλευτής της Δημοκρατικής Αριστεράς, Μαρία Ρεπούση, η οποία επισήμανε ότι σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις που υπάρχουν αυτή τη στιγμή, ανεβαίνει πάρα πολύ, ροκανίζει τη ΝΔ και αυτό έχει αρχίσει και φοβίζει τη ΝΔ. «Εγώ τουλάχιστον στη Βουλή βλέπω μια αλλαγή στάσης απέναντι στους Χρυσαυγίτες εκπροσώπους. Ενώ μέχρι πρότινος η ΝΔ ήταν πάρα πολύ αμυντική, μου έχει κάνει εντύπωση ότι όχι μόνο εκείνοι που παραδοσιακά μέσα στη Βουλή εκφωνούσαν ένα λόγο αντιπαράθεσης προς τη ΧΑ, αλλά και άλλοι κυβερνητικοί παράγοντες παίρνουν πια το λόγο. Μπορεί αυτό να έχει να κάνει με τις δημοσκοπήσεις».
Η κ. Ρεπούση συμφώνησε επίσης με τον κ. Σταθάκη ως προς τις εντάσεις στο εσωτερικό της Χρυσής Αυγής. Όπως ανέφερε, «όταν αποχωρούν, ενώ μέχρι πρότινος αποχωρούσαν όλοι μαζί, τώρα κάποιοι δεν θέλουν να φύγουν και υπάρχουν διαμαρτυρίες. Τα παρατηρούμε χωρίς να χάνουμε το σημαντικό, που είναι μια προσπάθεια εκφασισμού σε όλους τους τομείς και της κοινοβουλευτικής δραστηριότητας, δηλαδή υπάρχει μια τρομοκρατία με την παρουσία με το λόγο που είναι έκδηλη».
Η δικηγόρος Ιωάννα Κούρτοβικ, η οποία πρόσφατα είχε δεχτεί επίθεση από μέλη της Χρυσής Αυγής, αμφισβήτησε τη δυνατότητα αντιμετώπισής της με βάση τα εργαλεία του ποινικού νόμου, καθώς, όπως σημείωσε «για να μπορέσουμε να τα χρησιμοποιήσουμε όλα αυτά προϋποτίθεται ότι έχουμε αρωγό και σύμμαχο το δικαστικό σύστημα, το οποίο έχει απροθυμία στο να ασκήσει διώξεις για αυτά τα εγκλήματα. Έχει απλώς απροθυμία όμως ή έχει παντελή άρνηση; Εμείς που τη ρατσιστική βία τη ζούμε στην καθημερινή σχέση μας με μετανάστες, στην εμπειρία μας στα αστυνομικά τμήματα, στις εισαγγελίες, έχουμε απέναντί μας ένα συμπαγές τείχος. Το δικαστικό σύστημα αρνείται να δει, αρνείται να ασκήσει διώξεις, αρνείται να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία, αρνείται να διατάξει οποιαδήποτε έρευνα. Οι μηνύσεις μας πηγαίνουν στο καλάθι των αχρήστων. [...] Αν αυτό το τείχος δεν μπορέσουμε να το διαρρήξουμε, πώς θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε αυτό τον αγώνα αυτή τη μάχη της νομιμότητας;».