6/2/12

Τα απορρίμματα της κρίσης, του Παντελή Mπουκάλα


Μια από τις μικρές ειδήσεις με τις οποίες μας αποχαιρέτισε το βαρύτατο 2011 για να δώσει τη θέση του στο 2012, που οι μάντεις, ξεσκονίζοντας τάχα τα αρχεία των Μάγια, προβλέπουν πως θα είναι συμπαντικώς καταστροφικό, αφορούσε κάτι το ευτελές: τα σκουπίδια. Ακούστηκε δηλαδή και γράφτηκε ότι ο όγκος των σκουπιδιών που εναποτίθενται στη χωματερή των Λιοσίων μειώθηκε κατά 17% στη διάρκεια του 2011 και βαίνει ολονέν μειούμενος. Μικρή και ταπεινή λοιπόν η είδηση, λίαν ενδιαφέρουσα πάντως, αρκετές δε οι πιθανές ερμηνείες της, και όχι αντικρουόμενες.

Μάλλον συνέβησαν πολλά ταυτόχρονα ώστε να μειωθούν τα εμβληματικά απορρίμματα του πολιτισμικού μας μοντέλου, τα επισήμως καταμετρούμενα, την ώρα ωστόσο που, εξαιτίας της κρίσης, πολλαπλασιάζονται τα ανθρώπινα απορρίμματα, όσα με τις «αντιπαραγωγικές» ή και «αντεθνικές» αξιώσεις τους «εμποδίζουν τη σωτηρία της πατρίδας».

Ερμηνεία πρώτη, ελαφρώς παραμυθητική: Επιτέλους, έπειτα από τόσα χρόνια «περιβαλλοντικής παιδείας» πήρε να ξυπνάει η οικολογική μας συνείδηση, επί μακρόν υπνώττουσα· και όχι απλώς υπνώττουσα παρά και περήφανη για τον ύπνο της, γιατί, έτσι ήθελε να πιστεύει, δεν την είχε χτυπήσει το μικρόβιο των οικολογούληδων. Δεν χωράει αμφιβολία ότι πλήθυναν με τον καιρό οι οικογένειες που χωρίζουν τα σκουπίδια τους σε μπλε και γκρίζα, ανακυκλώσιμα και μη, έστω και αν τους αποθαρρύνει το γεγονός ότι συχνά το περιεχόμενο των μπλε κάδων το περισυλλέγουν οι συνήθεις σκουπιδιάρες και όχι οι «πράσινες». Αλλά δεν χωράει επίσης αμφιβολία ότι η Αθήνα παραμένει μία από τις ρυπαρότερες πόλεις του κόσμου, με ευθύνη τόσο των χρηστών της όσο και των διοικητών της - κι από κοντά το ίδιο συμβαίνει στις περισσότερες πόλεις της περιφέρειας, που ακολουθούν σεβαστικά το πρωτευουσιάνικο μοντέλο σε όλες τις εκφάνσεις του.

Δεν λέω ότι πρέπει να τοποθετηθούν πάραυτα τασάκια στους δρόμους επί ειδικών μικροστύλων, όπως συμβαίνει σε κάποιες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Δεν είμαστε για τέτοιες πολυτέλειες, όπως αποδείχτηκε και με τα ειδικά κουτιά που εγκατέστησε ο δήμος σε διάφορα σημεία της πόλης, από τα οποία μπορούσαν οι απροετοίμαστοι φιλόζωοι να αποσπούν πλαστικά γάντια για να μαζεύουν τα οσμηρά παραπροϊόντα της σκυλίσιας ζωής: Τα γάντια εξαφανίζονταν εν ριπή οφθαλμού, όσες φορές κι αν ανεφοδιάζονταν τα κουτιά, είτε επειδή κάποιοι «σπάνε πλάκα» καταταστρέφοντας οτιδήποτε δημόσιο («Χα! Οι ηλίθιοι! Δες τι έβαλαν...») είτε επειδή οι μικροβιοφοβικοί σαν τον Νίκο Σταυρίδη της παλιάς ταινίας είχαν βρει την ευκαιρία να εξοπλίζονται τζάμπα.

Οχι τασάκια λοιπόν στους δρόμους, κάπως σαν μοντέρνες ερμές κεφαλές. Αλλά μ’ εκείνα τα «βαρέα αντικείμενα» που μένουν στους δρόμους των συνοικιών δέκα και είκοσι μέρες δεν μπορεί να υπάρξει ταχύτερη μέριμνα, αν βέβαια δεν πρόκειται για εικαστική παρέμβαση; Και με τα παρατημένα αυτοκίνητα, που όχι μόνο στερούν θέσεις παρκαρίσματος (για τις οποίες σφαζόμαστε μεταφορικώς και κυριολεκτικώς) αλλά καταντούν και συλλέκτες σκουπιδιών, δεν μπορεί να γίνει τίποτα ύστερα από δύο και τρία χρόνια που έχουν στο παρμπρίζ τους το επίσημο απειλητικό αυτοκολλητάκι, «θα σας το πάρουμε αν δεν το περιμαζέψετε» ή κάτι τέτοιο; Τουλάχιστον ας ξεκολλήσουν οι υπηρεσίες το αυτοκόλλητο, ώστε και αυτό να μην πανηγυρίζει καγχάζοντας και εμείς να μην κουνάμε την κεφαλή μας επιτιμητικά μόλις το βλέπουμε.

Ερμηνεία δεύτερη: Υπακούοντας στις εντολές του ραγδαίως εξασθενούντος βαλαντίου μας και όχι στις αυστηρές συστάσεις των βλοσυρών πολιτικών και οικονομικών προυχόντων, Ελλήνων και τροϊκανών, «χαμηλώσαμε το επίπεδο της ζωής μας» για να το φέρουμε πιο κοντά στην αληθινή ισχύ των οικονομικών μας. Είχαμε πιστέψει βέβαια κάποια στιγμή, ευτυχώς όχι όλοι, ότι μπορούμε να απολαμβάνουμε εσαεί δανεική ζωή. Αλλά φαίνεται ότι βγαίνουμε πια από τον λήθαργο στον οποίο είχαμε βουλιάξει από την ευπιστία μας, την πνευματική μας πτωχεία ή την οργιώδη διαφήμιση που προπαγάνδιζε τις μεταξωτές της κορδέλες χωρίς έλεγχο από όσους υποτίθεται πως έχουν την υποχρέωση να ελέγχουν τη διαφημιστική βιομηχανία. Και πια χαλάμε λιγότερα. Στο σπίτι και όταν βγαίνουμε έξω, με την παρέα. Τα δώρα λιγόστεψαν (ή μάλλον διαλέγουμε τα χρήσιμα παρά τα εντυπωσιακά), η γκαρνταρόμπα μας δεν ανανεώνεται αναιτίως κάθε λίγο και λιγάκι για να ανταποκρίνεται υστερικά στις επιταγές της μόδας, το αμαξάκι των δύο χρόνων δεν μας φαίνεται παλιομοδίτικο, από τους εσπρέσο των τεσσάρων ευρώ παίρνουμε τις αποστάσεις μας και το κρέας δεν μετέχει καθημερινά στη δίαιτά μας όπως τον παλιό καλό καιρό - ποιον «παλιό», μόλις χθες.

Και αφού χαλάμε λιγότερα, πολύ λιγότερα, μειώθηκαν και τα κάθε λογής σκουπίδια που παρήγε ο καταναλωτισμός μας. Υπέστη λοιπόν τις συνέπειες της κρίσης και αυτός ο σημαδιακός κατά κεφαλήν δείκτης της ψεύτικης ευμάρειάς μας.

Ερμηνεία τρίτη: Οσο οικολόγοι κι αν γίναμε, όσο κι αν νερώσαμε εξ ανάγκης την καταναλωτική μας μέθη, δεν αρκούν αυτά για να εξηγήσουν τη μείωση των απορριμμάτων. Στην όλη υπόθεση έχουν συμβάλει καθοριστικά τα φαντάσματα της ημέρας. Λέω για τους συνανθρώπους μας, μελαψούς συνήθως, εξ Ανατολής, που διασχίζουν σαν αόρατοι από το πρωί ώς το βράδυ τις συνοικίες μαζεύοντας οτιδήποτε μεταλλικό. Οδηγώντας καροτσάκια των σούπερ μάρκετ ή και πεταμένα καροτσάκια νηπίων στην ανάγκη, τα φορτώνουν με ό,τι βρουν αφημένο στα πεζοδρόμια και με ό,τι τους αποφέρει η επιμελής διερεύνηση του περιεχομένου των κάδων. «Ξεπερασμένες» ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές, σωλήνες, σύρματα, κατσαρολικά, κρεμάστρες, χαλασμένα παιχνίδια, μπιμπελό, τα πάντα βρίσκουν τη θέση τους στα καροτσάκια, που δείχνουν απεριόριστης χωρητικότητας. Μετέχουν όλοι αυτοί σε αλυσίδες περισυλλογής, που τις διοικούν και τις εκμεταλλεύονται κάποιοι «δικοί μας», λευκοί; Ισως. Το βέβαιο είναι πως οι μεταλλοσυλλέκτες, μαζί με τους «παραδοσιακούς» ρακοσυλλέκτες, που πληθαίνουν όσο βαραίνει η κρίση, προάγουν την ανακύκλωση περισσότερο απ’ ό,τι η επίσημη πολιτεία.

Kαθημερινή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου